- σχολαρχία
- η, Ν [σχολάρχης]1. το έργο και το αξίωμα τού σχολάρχη2. η χρονική περίοδος κατά την οποία ασκούσε κανείς το παραπάνω αξίωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Παλαμάς — I Όνομα 2 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ.), στην πρώην επαρχία Δομοκού, του νομού Φθιώτιδας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο ναός του Αγίου… … Dictionary of Greek
επίκουρος — (Σάμος ή Αθήνα 341 π.Χ. – Αθήνα 270 π.Χ.). Φιλόσοφος. Παρακολούθησε τη διδασκαλία του πλατωνικού Παμφίλου, του Ξενοκράτη, του περιπατητικού Πραξιφάνη, ύστερα του Ναυσιφάνη, μαθητή του Δημόκριτου, και του Πύρρωνα, κάθε φορά ανάλογα με τον τόπο… … Dictionary of Greek
πρώταρχος — Επικούρειος φιλόσοφος που άκμασε τον 2o αι. π.Χ. Διαδέχτηκε στη σχολαρχία των ομοϊδεατών του τον Βασιλείδη. Διάδοχός του ήταν ο Απολλόδωρος. * * * ον, ΜΑ, και πρωτόαρχος Μ ο πρώτος, ο αρχικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + αρχος*] … Dictionary of Greek
Αθωνιάς Σχολή — Μια από τις πιο φημισμένες σχολές ανώτερης παιδείας, που λειτούργησε στο Άγιον Όρος κατά το δεύτερο μισό του 18ου αι. Ονομάζεται επίσης και Φροντιστήριον και Ακαδημία. Την πρωτοβουλία της ίδρυσης είχε το 1748 ο ηγούμενος της μονής Βατοπεδίου… … Dictionary of Greek
Αρίστιππος — I Όνομα τριών φιλοσόφων από την Κυρήνη. 1. Φιλόσοφος (Κυρήνη 435 – 360 π.Χ.). Σύγχρονος του Πλάτωνα. Σε νεαρή ηλικία γνώρισε τη διδασκαλία του Πρωταγόρα και αργότερα στην Αθήνα συναναστράφηκε με τον Σωκράτη χωρίς να γίνει όμως μαθητής του. Ήδη σε … Dictionary of Greek
Κριτόλαος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Φιλόσοφος από τη Φασήλιδα Λυκίας (2ος αι. π.Χ.). Πιθανότατα διαδέχθηκε τον Αρίστωνα τον Κείο στη σχολαρχία της Περιπατητικής σχολής στην Αθήνα. Το 156 στάλθηκε ως πρεσβευτής στη Ρώμη, με τον ακαδημαϊκό … Dictionary of Greek
Πολύστρατος — Όνομα δύο ιστορικών προσώπων. 1. Αρχαίος Έλληνας επιγραμματοποιός, που έζησε στα μέσα του 2ου αι. π.Χ. 2. Φιλόσοφος, μαθητής του Επίκουρου, διάδοχος του Έρμαχου στη σχολαρχία της Επικούρειας σχολής. Από τα έργα του σώζεται ένα που τιτλοφορείται… … Dictionary of Greek
Τζανής, Ιωάννης — Αναφέρεται και ως Τζαννέτος. Λόγιος του 17ου αι. από τη Λέσβο. Σπούδασε φιλοσοφία στην πατριαρχική Ακαδημία της Κωνσταντινούπολης. Αργότερα διαδέχτηκε τον Δωρόθεο τον Λέσβιο στη σχολαρχία της πατριαρχικής Ακαδημίας, θέση στην οποία παρέμεινε έως… … Dictionary of Greek